- γαλακτερά
- τα молочные продукты; молочные блюда
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γαλακτερός — γαλακτερός, ή, ό και γαλαχτερός, ή, ό και γαλατερός, ή, ό 1. αυτός που είναι γεμάτος γάλα ή παρασκευάζεται με γάλα. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., γαλακτερά τα προϊόντα του γάλακτος: Στη νηστεία δεν τρώμε γαλακτερά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γαλάκτιον — γαλάκτιον, το (Α) [γάλα] 1. γαλατάκι, λίγο γάλα 2. τὰ γαλάκτια τα γαλακτερά … Dictionary of Greek
γαλακτερός — και γαλαχτερός και γαλατερός, ή, ό 1. ο γεμάτος γάλα 2. ο κατασκευασμένος από γάλα 3. (για φυτά) εκείνος που έχει γαλακτώδη χυμό 4. αυτός που έχει το χρώμα τού γάλακτος 5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γαλακτερά γλυκίσματα ή φαγητά με κύριο… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek